-
1 ζέσις
A seething, effervescence, boiling, Pl.Ti. 66b, Ocell. 2.9, etc.;χολῆς Gal.16.577
; οὔρων ib.661; ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως up to boiling heat, Plu.2.690c: metaph.,ζ. τῆς ψυχῆς Pl.Cra. 419e
; [ὀργὴ] ζ. τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος Arist.de An. 403a31
.
См. также в других словарях:
ζέση — η (AM ζέσις) [ζέω] 1. βράσιμο, βρασμός, κόχλασμα («ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως», Πλούτ.) 2. θέρμη, ζήλος, ορμή, έντονη έφεση για κάτι, ζωηρή προθυμία (α. «εργάζεται με ζέση» β. «[οργή] ζέσις τοῡ περὶ καρδίαν αἵματος, Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «βαθμός… … Dictionary of Greek